- θεολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη θεολογία: Θεολογικές μελέτες. – Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Θεσ/νίκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεολογικός — theological masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικός — ή, ό (AM θεολογικός, ή, όν) [θεολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεολογία (α. «θεολογική συζήτηση» β. «θεολογική φιλοσοφία», Αριστοτ.). επίρρ... θεολογικώς και ά (AM θεολογικῶς) με θεολογικό τρόπο νεοελλ. μσν. σύμφωνα με τον τρόπο ή τις… … Dictionary of Greek
θεολογικά — θεολογικός theological neut nom/voc/acc pl θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc/acc dual θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτερον — θεολογικός theological adverbial comp θεολογικός theological masc acc comp sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικῶν — θεολογικός theological fem gen pl θεολογικός theological masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικόν — θεολογικός theological masc acc sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτατα — θεολογικός theological adverbial superl θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτατον — θεολογικός theological masc acc superl sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικαῖς — θεολογικός theological fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικαί — θεολογικός theological fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)